- εὐκρατῶς
- εὐκρᾰτῶς, Adv. (Adj. -κρᾰτής is not found)A firmly, fast,
ἔχειν τι Arist.Pr.875a22
; cf. δυσκρατής.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἔχειν τι Arist.Pr.875a22
; cf. δυσκρατής.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκρατώς — εὐκρατῶς (Α) επίρρ. στερεά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κράτος «δύναμη» ή < αμάρτυρο *ευκρατής] … Dictionary of Greek
εὐκρατῶς — εὐκρατόω temper pres ind act 2nd sg (doric) εὐκρατῶς firmly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκράτως — εὐκρά̱τως , εὔκρατος well tempered adverbial εὐκρά̱τως , εὔκρατος well tempered masc/fem acc pl (doric) εὐκρατόω temper imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύκρατος — η, ο (ΑΜ εὔκρατος, ον, Α ιων. τ. εὔκρητος, ον) αυτός που έχει καλή θερμοκρασία, καλό κλίμα, ο ήπιος, ο μέτριος (α. «εύκρατο κλίμα» το κλίμα που δεν είναι ούτε πολύ ψυχρό ούτε πολύ θερμό β. «οι εύκρατες ζώνες τής γης» οι ζώνες που περιλαμβάνονται… … Dictionary of Greek